- ακόρεστος
- Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος.
α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους νόμους των ιδανικών αερίων και σε ισόθερμη συμπίεσή του δεν παρατηρείται συμπύκνωση.
α. διάλυμα (Χημ.). Διάλυμα στο οποίο η συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας είναι μικρότερη από τη διαλυτότητά της.
α. ενώσεις (Χημ.). Χημικές ενώσεις στις οποίες μερικά άτομα του μορίου τους (ιδιαίτερα, άτομα άνθρακα) είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με διπλό ή τριπλό δεσμό, με αποτέλεσμα να μπορούν να προστεθούν στο μόριο άλλα άτομα ή ομάδες ατόμων, οπότε μετατρέπονται στις αντίστοιχες κεκορεσμένες ενώσεις (π.χ. αιθυλένιο, ακετυλένιο κλπ.).
* * *-η, -ο (Α ἀκόρεστος, -ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να χορτάσει, ο αχόρταγος«ἀκόρεστος φιλοδοξία»«αἰχμᾱς ἀκόρεστον» (Αισχ.), «ἀκόρεστος φιλία» (Ξεν.)αρχ.1. εκείνος που δεν προκαλεί κόρο, που δεν τόν χορταίνουμε«τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾱσι βροτοῑσιν» (Αισχ.)2. ο ασταμάτητος, ο ακατάπαυστος«ἀκόρεστον οἰμωγὰν» (Σοφ.)3. «ακόρεστες ενώσεις» Χημ.οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριο τους διπλούς ή και τριπλούς δεσμούς μεταξύ ατόμων άνθρακα, π.χ. αιθυλένιο, ακετυλένιο κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κορέννυμι.ΠΑΡ. μσν. ἀκορεστία, ἀκορεσταίνω].
Dictionary of Greek. 2013.